Από τον Παναγιώτη Ψαριανό, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας οικονομικών συμβούλων και ελεγκτών Γραφείο Ψαριανού Α.Ε.
Όπως έχουμε επισημάνει και σε προηγούμενο άρθρο μας, που δημοσιεύθηκε στη «Ναυτεμπορική» στις 15 Απριλίου 2025, τα αποθεματικά αποτελούν ένα περίπλοκο πεδίο στη Λογιστική και τη Φορολογία των Νομικών Προσώπων. Οι υπεύθυνοι για τη διαχείριση των φορολογικών και λογιστικών θεμάτων καλούνται συχνά να εφαρμόσουν κανόνες και λογιστικές αρχές που μπορεί να μην έχουν ξαναδεί ή μελετήσει, καθώς δεν εμπίπτουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες, αν και ανήκουν στις υποχρεώσεις τους.
Ακόμη και αν έχουν ασχοληθεί με αυτά τα θέματα, οι περιπτώσεις είναι σπάνιες, καθώς οι επιχειρήσεις δεν χρειάζεται συχνά να δημιουργήσουν αποθεματικά σύμφωνα με ειδικούς νόμους ή να κεφαλαιοποιήσουν ή να διανείμουν τέτοια ποσά.
Οι νόμοι είναι εξαιρετικά ασαφείς και περίπλοκοι, όχι μόνο αυτό καθαυτόν το περιεχόμενο τους, αλλά και λόγω της πολυπλοκότητας του φορολογικού μας συστήματος.
Επιπλέον, οι κανόνες που διέπουν τα αποθεματικά δεν είναι ομοιόμορφοι, αλλά διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση και το χρόνο θέσπισής τους, απαιτώντας συχνά αναδρομή σε πολλά χρόνια προκειμένου να εφαρμοστούν σωστά οι σχετικές φορολογικές διατάξεις.
Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε την επιστροφή μέρους του κεφαλαίου στους μετόχους, προερχόμενη από κεφαλαιοποίηση αποθεματικού αναπροσαρμογής αξίας ακινήτων, μέσω μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου.
Βάσει της παραγράφου 2 του Ν. 2065/92, «Με την καταβολή του φόρου επί της προκύπτουσας υπεραξίας γης και κτιρίων, εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση από τον φόρο εισοδήματος της επιχείρησης και των μετόχων».
Ειδικά για τις ανώνυμες εταιρείες, η εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης προϋποθέτει ότι η εταιρεία δεν θα διαλυθεί ή ότι το κεφάλαιο τους δεν θα μειωθεί για την κατανομή ποσού από την υπεραξία των ακινήτων στους μετόχους, πριν από την παρέλευση πέντε (5) ετών από τον χρόνο αναπροσαρμογής.
Στην παράγραφο 3 της ίδιας διάταξης αναφέρεται ότι «Σε περίπτωση διάλυσης της εταιρείας ή μείωσης του κεφαλαίου της πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών, η υπεραξία δεν θεωρείται φορολογικά ως καταβληθέν κεφάλαιο και φορολογείται με τις ισχύουσες διατάξεις στη φορολογία εισοδήματος, προστιθέμενη στα κέρδη της επιχείρησης του χρόνου διάλυσης ή μείωσης του κεφαλαίου της, αφού αφαιρεθεί ο φόρος που έχει καταβληθεί».
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις διάλυσης της εταιρείας για συγχώνευση με άλλη επιχείρηση και ίδρυση νέας ανώνυμης εταιρείας ή σε περιπτώσεις εξαγοράς ή απορρόφησης από άλλη ανώνυμη εταιρεία.
Επιπλέον, μετά την παρέλευση πέντε ετών από την αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2065/92, η επιστροφή στον μετόχων του κεφαλοποιημένου ποσού της υπεραξίας, όπως καθορίζεται από τη Γ.Σ. των μετόχων της Α.Ε. σχετικά με τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου, θεωρείται φορολογικά ως καταβληθέν κεφάλαιο και δεν υπόκειται σε περαιτέρω φορολόγηση.