Αναφερόμενοι στην ιστορική ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα πράγματα στην εξωτερική πολιτική δεν είναι ευνοϊκά.
Η χώρα υποφέρει από συνεχείς «ήττες» στην εξωτερική της πολιτική. Από το Ουκρανικό και τη Συρία μέχρι την Παλαιστίνη, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, καθώς και η κατάσταση στη Μονή Σινά με τη στροφή του Χαφτάρ προς την Τουρκία, αποδεικνύουν την κρίση. Η Ελλάδα έχει επιφέρει ρήξη με τη Ρωσία υποστηρίζοντας τον Ζελένσκι και οι σχέσεις της με την κυβέρνηση Τραμπ είναι τεταμένες. Επιπλέον, οι κύριες ευρωπαϊκές χώρες φαίνεται να αγνοούν τις ελληνικές ανησυχίες, ειδικά σε ό,τι αφορά την Τουρκία.
Η Τουρκία, ιστορική και υπαρξιακή απειλή για τη χώρα, εντάσσεται στο πρόγραμμα SAFE, γεγονός που συνιστά ήττα για την ελληνική διπλωματία. Η δήλωση του υπουργού Άμυνας περί «κερκόπορτας» για την Τουρκία, καθιστά σαφές το πολιτικό αδιέξοδο στο Μαξίμου. Η συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα υπονομεύει έναν από τους βασικούς λόγους που προκάλεσαν την ένταξη της χώρας στην ΕΕ: την προστασία των συνόρων.
Στη Συρία, η πτώση του Άσαντ, που προκάλεσε η Τουρκία, ενίσχυσε τη θέση της, ενώ η Ελλάδα περιορίζεται σε ευχές για «συμπεριληπτικότητα» από τους Ισλαμιστές που ελέγχονται από την Άγκυρα.
Πρόσφατα, με την απόφαση της αιγυπτιακής δικαιοσύνης για την ιδιοκτησία της Μονής Σινά, μετά την επίσκεψη Αλ Σίσι στην Αθήνα, αναδείχθηκε η αδυναμία της Αθήνας να στηρίξει τα ιστορικά και πνευματικά της κεκτημένα στην περιοχή, δημιουργώντας ερωτήματα για την αξιοπιστία της σε διεθνείς συμμαχίες.
Η μεταστροφή του Χαφτάρ προς την Τουρκία με τη μεσολάβηση της Ρωσίας αποτελεί επίσης ανησυχητική εξέλιξη, καθώς η κυβέρνηση της Βεγγάζης αναμένεται να αναγνωρίσει το τουρκολυβικό μνημόνιο. Η Αθήνα θα έπρεπε να είχε προετοιμαστεί από την προηγούμενη επίσκεψη του Χαφτάρ στην Άγκυρα.
Σχετικά με τις προμήθειες από τη Γαλλία, η καθυστέρηση παράδοσης των πυραύλων Meteor και η πρόθεση της Γαλλίας να προμηθεύσει και την Τουρκία δείχνουν ότι οι υποσχέσεις για «αποκλειστική χρήση» ήταν κενές περιεχομένου.
Η αλλαγή στη διακυβέρνηση Τραμπ σηματοδοτεί μια μετάβαση από τον μονοπολικό κόσμο στην πολυπολικότητα, με μια αναδομημένη αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις που εστιάζει στην ισχύ και στην ισορροπία δυνάμεων.
Αυτή η νέα κατάσταση δημιουργεί μεγαλύτερη ρευστότητα στην ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία αναζητά έναν ρόλο ισότιμου συνομιλητή με μεγάλες δυνάμεις, αποδεικνύοντας τη διπλωματική της αναβάθμιση.
Ενώ οι διεθνείς σχέσεις φαίνεται να είναι δύσκολες για την Τουρκία, η Ελλάδα παραμένει ανενεργή, υπογράφοντας συμφωνίες φιλίας, γεγονός που ενισχύει την Άγκυρα. Η ελληνική κυβέρνηση, ενώ επισημαίνει τη δέσμευση στο διεθνές δίκαιο, φαίνεται απλώς να παρακολουθεί αμήχανη τις εξελίξεις.
Καθώς η Ελλάδα παρακολουθεί τις εξελίξεις, παραμένει σε στασιμότητα σε ένα περιβάλλον συνεχούς αλλαγής, με την κυβερνητική στάση να προβάλλει την εικόνα ενός αξιόπιστου εταίρου στην περιοχή, θέτοντας το ερώτημα αν αυτή η προσέγγιση είναι επαρκής.