«Εδώ στη Δαμασκό… εκφράζουμε στον κόσμο: Ως Χριστιανοί, προερχόμαστε από τη γη της Συρίας και τους Κέδρους του Λιβάνου, από το μεγαλείο του όρους Κασιούν, την ευημερία του Χομς, την ιστορική κληρονομιά του Χαλεπίου, τους νερόμυλους της Χάμα και τις πηγές του Ιντλίμπ, καθώς και από τη θάλασσα της Λαττακίας και τον Ευφράτη στο Ντέιρ εζ-Ζορ. Δεν είμαστε φιλοξενούμενοι σε αυτή τη χώρα, ούτε ήρθαμε εδώ πρόσφατα. Οι ρίζες μας είναι αρχαίες, τόσο παλιές όσο το γιασεμί της Δαμασκού. Προερχόμαστε από την Αποστολική Αντιόχεια…».
Πριν από έξι μήνες, ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης Ι’ στο κήρυγμά του στον Ναό αλ-Μαριαμίγια [της Παναγίας] τόνισε ποια Συρία επιθυμούν οι Χριστιανοί, «φορείς μιας κοινής ιστορίας» με τους Μουσουλμάνους.
Πριν από τον εμφύλιο, οι Χριστιανοί της Συρίας ανέρχονταν σε περίπου 2 εκατομμύρια. Η Ελληνική Ορθόδοξη και η Μελχιτική Καθολική Εκκλησία αποτελούσαν τις μεγαλύτερες κοινότητες. Σήμερα, εκτιμάται ότι περίπου το 20%-25% έχει παραμείνει. Μετά τις αρχές Μαρτίου, όταν οι Χριστιανοί βρέθηκαν στη μέση της σφαγής Αλεβιτών από Σουνίτες, ο φόβος και η ανασφάλεια έχουν κυριαρχήσει. Οι περισσότεροι από τους δράστες της αιματοχυσίας ήταν ξένοι τζιχαντιστές που δεν μιλούσαν αραβικά.
Πιθανόν το ίδιο να ισχύει και για τον υπαίτιο που επιτέθηκε στον ελληνορθόδοξο ναό του Προφήτη Ηλία στη Δαμασκό την Κυριακή. Όλοι καταδίκασαν τη σφαγή, αλλά το ερώτημα παραμένει: Υπάρχει στρατηγική για το μέλλον των Ελληνορθόδοξων Πατριαρχείων της Ανατολής, Αλεξάνδρειας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων;
Η σκέψη μας είναι εκεί, αλλά οι πράξεις έχουν αποκατασταθεί. Όπως ο Μητροπολίτης Χαλεπίου Παύλος, που είχε αποκτήσει ελληνική υπηκοότητα και είχε κάνει σημαντική δουλειά για τον ελληνικό πολιτισμό στην Τουρκία και τη Συρία. Μένει σιωπή για την απαγωγή του από τον Απρίλιο του 2013.