«Η θετική πορεία του τουρισμού το 2024 επιβεβαιώνει τη συνεχή συμβολή του στην οικονομία, καθώς τίποτα δεν είναι δεδομένο σήμερα». Αυτά επισήμανε ο γενικός γραμματέας του ΣΕΤΕ και πρόεδρος του ΙΝΣΕΤΕ, Γιώργος Βερνίκος, κατά τη διάρκεια ενημερωτικής εκδήλωσης. Σημείωσε, ωστόσο, ότι «οι προκλήσεις είναι παρούσες, τόσο στο μακροοικονομικό περιβάλλον — όπως η κλιματική αλλαγή, οι οικονομικές μεταβολές και η γεωπολιτική αστάθεια — όσο και στην καθημερινή λειτουργία των επιχειρήσεων.
Πολλές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως σταδίου ανάπτυξης των προορισμών τους, βρίσκονται σε δύσκολη θέση λόγω ανεπαρκούς χρηματοδότησης, αυξημένων λειτουργικών εξόδων και ρυθμιστικών αβεβαιοτήτων. Ο τουριστικός τομέας, ο σημαντικότερος πυλώνας ανάπτυξης της χώρας, χρειάζεται ένα συνεκτικό και υποστηρικτικό πλαίσιο για να συνεχίσει να συμβάλλει στην οικονομία, καθώς η συμβολή του δεν είναι αυτονόητη».
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης παρουσιάστηκε η πρόσφατη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ με τίτλο: «Η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2024». Η άμεση συμβολή του τομέα το 2023 ανήλθε σε 30,2 δισ. ευρώ και περιλαμβάνει δαπάνες από τον εισερχόμενο τουρισμό (21,6 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κρουαζιερών), αερομεταφορές (2,9 δισ. ευρώ), θαλάσσιες μεταφορές (147 εκατ. ευρώ), δαπάνες κρουαζιερόπλοιων (799 εκατ. ευρώ), εγχώριο τουρισμό (2,3 δισ. ευρώ) και εγχώρια προστιθέμενη αξία από επενδύσεις (2,5 δισ. ευρώ).
Σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ της χώρας το 2024 ανήλθε σε 237,6 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 5,5% σε σχέση με το 2023.
Η άμεση συμβολή του τουρισμού σημείωσε αύξηση 5% σε σύγκριση με τα 28,8 δισ. ευρώ του 2023, με αυξήσεις σε όλες τις κατηγορίες δαπανών (εισερχόμενος τουρισμός, κρουαζιέρες, μεταφορές, εγχώριος τουρισμός, επενδύσεις).
Επιπλέον, οι επενδύσεις ανήλθαν σε 5,1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 2,4 δισ. ευρώ θεωρούνται εγχώρια προστιθέμενη αξία.
Οφέλη από την τουριστική δραστηριότητα
Σύμφωνα με εκτιμήσεις των πολλαπλασιαστών από ΙΟΒΕ και ΚΕΠΕ, από κάθε 1 ευρώ τουριστικής δραστηριότητας παράγονται πρόσθετα 1,2 έως 1,65 ευρώ οικονομικής δραστηριότητας. Δηλαδή, για κάθε 1 ευρώ τουριστικών εσόδων, το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται κατά 2,2 έως 2,65 ευρώ. Λαμβάνοντας υπόψη τα πολλαπλασιαστικά οφέλη, η συνολική συμβολή του τουρισμού στην οικονομία το 2024 εκτιμάται μεταξύ 66,5 δισ. ευρώ και 80,1 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε 28,0% έως 33,7% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, για το 2023, οι εκτιμήσεις κυμαίνονταν μεταξύ 63,3 δισ. και 76,2 δισ. ευρώ, που αναλογούν στο 28,1% έως 33,9% του ΑΕΠ.
Με το 77% των εσόδων του εισερχόμενου τουρισμού να προέρχονται εκτός Αττικής, ο τουρισμός ενισχύει συνεχώς την απασχόληση και την περιφερειακή ανάπτυξη, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην απασχόληση και στο εισόδημα.
Οι περιοχές του Νοτίου Αιγαίου (28% των εισπράξεων), Κρήτης (22%), Ιόνιων νησιών (10%) και Κεντρικής Μακεδονίας (7%) συγκεντρώνουν σχεδόν τα 2/3 (67%) των εισπράξεων, υποδεικνύοντας τις δυνατότητες για περαιτέρω διάχυση της τουριστικής δραστηριότητας και σε άλλες περιοχές.
Αύξηση 4,8% στην απασχόληση
Το 2024, η απασχόληση στον τουριστικό τομέα αυξήθηκε κατά 4,8% σε σύγκριση με το 2023, φτάνοντας τους 401.000 εργαζόμενους. Στο τρίτο τρίμηνο (Q3) καταγράφηκε ιστορικό ρεκόρ με 451.400 απασχολούμενους — ο ψηλότερος αριθμός από την έναρξη της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού.
Η αύξηση αυτή είναι κυρίως εμφανής στον τομέα παροχής υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης, με αυξήσεις που ξεκινούν από +9% στο πρώτο τρίμηνο και παραμένουν θετικές σε όλα τα τρίμηνα. Ιδιαίτερα έντονη είναι η αύξηση στον τομέα των καταλυμάτων (+12% ή +12.000 θέσεις), καθώς και στον τομέα της εστίασης (+2% ή +6.000 θέσεις). Με δεδομένο ότι τα καταλύματα και η εστίαση απορροφούν περίπου το 63,3% της τουριστικής δαπάνης, εκτιμάται ότι η ζήτηση στην κορύφωση της σεζόν δημιούργησε έως και 713.140 θέσεις εργασίας, δηλαδή το 16,5% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα.
«Να ξεπεράσουμε τον εφησυχασμό»
«Η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην 59η θέση παγκοσμίως στον Δείκτη Ανταγωνιστικότητας του WEF και στην 52η θέση ανάμεσα σε 67 χώρες στον αντίστοιχο Δείκτη του IMD, ενώ η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού κατατάσσεται 21η ανάμεσα σε 119 χώρες στον Δείκτη TTDI, κερδίζοντας 7 θέσεις τα τελευταία 3 χρόνια» τόνισε ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, Ηλίας Κικίλιας, προσθέτοντας:
«Η φιλοξενία του τόπου και οι εργαζόμενοι του τομέα είναι οι πιο ισχυρές διαστάσεις της ελληνικής τουριστικής εμπειρίας. Για να αξιοποιήσουμε πλήρως τις δυνατότητες του τομέα πρέπει να ξεπεράσουμε τον εφησυχασμό ότι ο τουρισμός θα συνεχίζει να επενδύει και να αποδίδει ανεξαρτήτως συνθηκών. Χρειάζεται να υιοθετήσουμε ένα συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο που θα συντονίζει τις δημόσιες και ιδιωτικές προσπάθειες, επιδιορθώνοντας αδυναμίες όπως η διαχείριση προϊόντων, η καθαριότητα των δημόσιων χώρων, η υποδομή των δρόμων, η πολεοδομία, η ευκολία πλοήγησης, η πληροφόρηση των επισκεπτών και η πολιτιστική εμπειρία. Εξίσου κρίσιμη είναι η δέσμευση για βιωσιμότητα, προστατεύοντας τα τοπία και την πολιτιστική μας κληρονομιά και εφαρμόζοντας ανθεκτικές πρακτικές για την κλιματική αλλαγή».
«Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει υπερτουρισμό»
Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Παράσχης, δήλωσε: «Ο ελληνικός τουρισμός έχει επανέλθει σημαντικά μετά την πανδημία, αλλά ο διεθνής χάρτης εξελίσσεται συνεχώς. Νέες προκλήσεις, όπως γεωπολιτικές αναταραχές και οικονομικοί πόλεμοι, απαιτούν ανθεκτικότητα και προσαρμογή. Παράλληλα, η βιώσιμη ανάπτυξη είναι καίριας σημασίας. Ως υπεύθυνος κοινωνικός εταίρος, ο ΣΕΤΕ προωθεί ήδη την πρωτοβουλία ΜΕTRON για την αυτορρύθμιση του τομέα. Αναφορικά με τις συζήτησεις περί υπερτουρισμού, η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα. Ωστόσο, όπου παρατηρούνται πιέσεις ή κορεσμός σε συγκεκριμένες περιοχές, χρειάζεται άμεση δράση. Τέλος, η προώθηση του τουρισμού απαιτεί μια νέα στρατηγική προσέγγιση, με συνεχή συνεργασία μεταξύ της κυβέρνησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης και του ιδιωτικού τομέα».
Από την πλευρά του, ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, ‘Αρης Ίκκος, παρουσίασε τα κύρια σημεία της έκθεσης, επισημαίνοντας ότι: «Η μελέτη εστιάζει στο αναπτυξιακό αποτύπωμα του τουρισμού σε όλη τη χώρα, εξετάζοντας τις άμεσες επιπτώσεις του, όπως τα έσοδα, τις επενδύσεις, την κρουαζιέρα, τις μεταφορές και την περιφερειακή ανάπτυξη. Αν και παρέχει χρήσιμα στοιχεία για τη γενική εικόνα, χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση για μια ακριβή απεικόνιση της συμβολής του τουρισμού σε διάφορους τομείς και περιοχές, προκειμένου να κατανοήσουμε πλήρως τις επιδράσεις σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο και να διασφαλίσουμε την ανάπτυξή του με στρατηγικό και βιώσιμο τρόπο».