Δημήτρης Σπυράκος, διδάκτορας νομικής, πρώην γενικός γραμματέας Καταναλωτή, γραμματέας του Τομέα Ιδιωτικού Χρέους και Προστασίας Καταναλωτών του ΠΑΣΟΚ
Οι δυσκολίες που συναντούν οι καταναλωτές στην προστασία των δικαιωμάτων τους είναι σοβαρές. Λείπουν οι οικονομικές δυνατότητες, οι γνώσεις, η εμπειρία και η πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους ενάντια στις ισχυρές και οργανωμένες επιχειρήσεις.
Ο κόπος και το κόστος διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους είναι συχνά απαγορευτικά και απαιτούν πολύ χρόνο.
Οι επιχειρήσεις, αντιλαμβανόμενες την αδυναμία επιβολής των κανόνων προστασίας των καταναλωτών, εκμεταλλεύονται την κατάσταση και αντιδρούν ακόμη πιο αντικαταναλωτικά, επιδιώκοντας παράνομα κέρδη.
Όταν οι κανόνες εφαρμογής είναι αδύναμοι, αποτυγχάνουν και οι θεσμοί που έχουν σκοπό την εξώδικη επίλυση των διαφορών.
Η ακρίβεια στην χώρα μας συνδέεται με την έλλειψη ικανών θεσμών που μπορούν να αντιμετωπίσουν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να προωθήσουν τα συμφέροντα των καταναλωτών.
Η κυβέρνηση περιορίζεται να θεωρεί την ακρίβεια ως προσωρινό φαινόμενο, ενώ έχει αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, αγνοώντας τα πραγματικά αίτια της κατάστασης.
Μια ανταγωνιστική αγορά απαιτεί ισχυρό θεσμικό πλαίσιο για την προστασία και την έκφραση των συμφερόντων των καταναλωτών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί τη δημιουργία ισχυρών Αρχών Προστασίας Καταναλωτών, υποχρεώνοντας τα κράτη-μέλη να επιβάλλουν διοικητικές ποινές σε περίπτωση αδιαφανών ή αθέμιτων πρακτικών.
Οι ενώσεις καταναλωτών, υποστηριζόμενες από το κράτος, παρέχουν πληροφορίες, υποστήριξη και νομική βοήθεια για την επίλυση των καθημερινών προβλημάτων, ενώ συμμετέχουν και στη λήψη αποφάσεων.
Ανεξάρτητοι φορείς πραγματοποιούν συγκριτικές δοκιμές, για να διευρύνουν τις επιλογές των καταναλωτών, ειδικά σε βασικά αγαθά.
Ωστόσο, στη χώρα μας δεν υπάρχει επαρκές θεσμικό πλαίσιο για την προστασία των καταναλωτών. Λείπει μια ισχυρή Αρχή Προστασίας Καταναλωτή.
Η πρώην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή έχει υποβαθμιστεί σε μια υποστελεχωμένη Διεύθυνση του αρμόδιου υπουργείου, αντί να εξελιχθεί σε Αρχή.
Η ΔΙΜΕΑ συχνά λειτουργεί με αποσπασματικό τρόπο, χωρίς να έχει εξοικείωση στα κρίσιμα ζητήματα και τα σύγχρονα εργαλεία προστασίας του ανταγωνισμού.
Ο Συνήγορος του Καταναλωτή έχει περιορισμένες αρμοδιότητες και επιπτώσεις.
Η έλλειψη υποστήριξης από την πολιτεία δημιουργεί προβλήματα στην ανάπτυξη των ενώσεων καταναλωτών.
Οι τομεακές εποπτικές αρχές εστιάζουν στην ικανότητα των αγορών, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.
Καίριες πολιτικές αποφάσεις, που επηρεάζονται καθοριστικά από επιχειρηματικές οργανώσεις, περιορίζουν τις επιλογές των καταναλωτών.
Οι επιχειρήσεις, αντί να εξασφαλίζουν προσιτές τιμές για σημαντικά αγαθά, διασφαλίζουν τα κέρδη τους, ρίχνοντας τους κινδύνους στους καταναλωτές.
Χωρίς την υποστήριξη των καταναλωτών και των ενώσεών τους με επαρκείς πόρους και δυνατότητες, δεν μπορούν να επηρεάσουν τις πολιτικές που τους αφορούν.
Η αγορά υποφέρει από «δημοκρατικό έλλειμμα». Τα συμφέροντα των καταναλωτών δεν βρίσκουν την απαιτούμενη θεσμική προσοχή.
Η ιδρύσει μιας ισχυρής εποπτικής Αρχής είναι επιτακτική για την αντιμετώπιση των αγοραίων ανισορροπιών και της ακρίβειας.
Η προστασία του καταναλωτή στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή απαιτεί εξειδίκευση, σύγχρονα εργαλεία, και ουσιαστικούς ελέγχους.
Στο παρελθόν, ως Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή, πρότεινα τη δημιουργία Αρχής Προστασίας Καταναλωτή το 2012, αλλά αυτό δεν προχώρησε στη Βουλή.
Από το 2022, το ΠΑΣΟΚ έχει καταθέσει πρόταση για την ίδρυση Αρχής Προστασίας Καταναλωτών με σαφείς ελεγκτικές εξουσίες.
Η προτεινόμενη ίδρυση της Αρχής περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός Εθνικού Ιδρύματος Κατανάλωσης που θα διενεργεί συγκριτικές δοκιμές και έρευνες, καθώς και τη στήριξη των ενώσεων καταναλωτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Η κυβέρνηση, αν και ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας Αρχής, δεν έχει διευκρινίσει το περιεχόμενό της.
Οι αναφορές σχετικά με την αντίληψη της Αρχής παραμένουν ασαφείς, προσομοιάζοντας σε έναν γενικό συντονισμό υφιστάμενων υπηρεσιών.
Το λεγόμενο «σουηδικό μοντέλο», που επικαλείται ο αρμόδιος υπουργός, δεν σχετίζεται με την ίδρυση αυτής της Αρχής.
Είναι ξεκάθαρο ότι η δημιουργία μιας ισχυρής Αρχής Προστασίας Καταναλωτή είναι πλέον επιτακτική, και η κυβέρνηση θα βρεθεί υπό κρίση αν δεν ανταποκριθεί.