Η Τουρκία ανακάλυψε νέα αποθέματα φυσικού αερίου στη Μαύρη Θάλασσα, με κυβερνητικές πηγές να αναφέρουν ότι αυτά θα καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας για περισσότερα από τρία χρόνια. «Ανακαλύψαμε 75 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Με αυτή την ποσότητα, μπορούμε να εξυπηρετήσουμε τα νοικοκυριά μας για περίπου τρεισήμισι χρόνια», δήλωσε ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Εκτίμησε μάλιστα την αξία των αποθεμάτων στα περίπου 30 δισεκατομμύρια δολάρια.
«Οι εργασίες στο σημείο γεώτρησης Göktepe-3, που ξεκίνησαν στις 27 Μαρτίου με το γεωτρύπανο έβδομης γενιάς ‘Abdülhamid Han’, έχουν ολοκληρωθεί από χθες», εξήγησε ο πρόεδρος.
Ο Ερντογάν τονίζει συχνά τις προσπάθειες της χώρας να γίνει ενεργειακά αυτάρκης. Ωστόσο, η Τουρκία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από ενεργειακές εισαγωγές για την κάλυψη των αναγκών της. Ταυτόχρονα, η τουρκική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις στην ανάκαμψή της, παρά τις συνεχείς προσπάθειες της κυβέρνησης για οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Οι αρχές λένε ότι παραμένουν προσηλωμένες σε μεσοπρόθεσμο οικονομικό σχέδιο, αλλά οι αναλυτές γίνονται ολοένα και πιο σκεπτικιστές σχετικά με τη βιωσιμότητά του.
Οικονομική αναταραχή
Η σύλληψη του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, και άλλων μελών της ομάδας του στις 19 Μαρτίου, έχει προκαλέσει αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές της Τουρκίας.
Μέσα σε 24 ώρες από το γεγονός αυτό, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας αναγκάστηκε να αυξήσει το βασικό επιτόκιο κατά 200 μονάδες βάσης. Τον επόμενο μήνα, προστέθηκαν άλλα 350 μονάδες βάσης – επιβεβαιώνοντας ότι οι οικονομικές συνέπειες της πολιτικής αστάθειας δεν θα είναι μικρές ή πρόσκαιρες.
Τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) αυξήθηκαν από 250 σε 370 μονάδες βάσης τον Μάρτιο και στη συνέχεια σταθεροποιήθηκαν στις 330 μονάδες.
Οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η Κεντρική Τράπεζα έχει πωλήσει σχεδόν 60 δισεκατομμύρια δολάρια από τα καθαρά συναλλαγματικά της αποθέματα των 65 δισεκατομμυρίων δολαρίων, προκειμένου να σταθεροποιήσει τη λίρα, διατηρώντας έτσι την ισοτιμία γύρω από τις 38 λίρες ανά δολάριο. Ωστόσο, αυτή η σταθερότητα έχει επιτευχθεί με κόστος μια ανησυχητική μείωση των αποθεμάτων, αυξάνοντας την εξωτερική ευπάθεια της χώρας.
«Το μήνυμα από τις αγορές είναι σαφές: η πολιτική αστάθεια οδηγεί σε οικονομική αδυναμία», σχολιάζουν οι παράγοντες της αγοράς. «Ανεξαρτήτως της αισιοδοξίας της κυβέρνησης Ερντογάν, η τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει υψηλό πληθωρισμό εν μέσω αυξανόμενων πολιτικών εντάσεων», προσθέτουν.
Επιβράδυνση και λιτότητα
Ο υπουργός Οικονομικών, Μεχμέτ Σιμσέκ, προειδοποίησε πρόσφατα ότι η οικονομική ανάπτυξη «κινδυνεύει να επιβραδυνθεί» και ανέφερε ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να ενισχύσει την απασχόληση και τις επενδύσεις. Σε ομιλία του στο τηλεοπτικό κανάλι Haber Turk, πρόσθεσε ότι προτεραιότητα θα δοθεί σε επενδύσεις στην τεχνολογία και τη μεταποίηση, ενώ η κεντρική τράπεζα και η Exim Bank θα ενισχύσουν τη στήριξή τους στους εξαγωγείς.
Ωστόσο, το οικονομικό περιβάλλον παραμένει ασταθές. Η Τουρκία βιώνει μια παρατεταμένη κρίση κόστους ζωής, που χαρακτηρίζεται από την επαναλαμβανόμενη κατάρρευση της λίρας και τον υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος ανήλθε στο 39% τον Φεβρουάριο πριν μειωθεί ελαφρώς στο 38,1% τον Μάρτιο.
Για να περιορίσει τις πληθωριστικές πιέσεις και να στείλει ένα μήνυμα ηρεμίας στις αγορές, η κεντρική τράπεζα αύξησε απροσδόκητα το βασικό της επιτόκιο από 42,5% σε 46% στα μέσα Απριλίου. Αυτή η απόφαση, που έλαβε η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής υπό την ηγεσία του Διοικητή Φατίχ Καραχάν, περιλάμβανε και αύξηση του ημερήσιου επιτοκίου δανεισμού στο 49%.
Αυτό το μέτρο εξέπληξε τις χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς μόνο 3 από τους 23 αναλυτές που συμμετείχαν σε έρευνα του Bloomberg ανέμεναν μια τέτοια απότομη αύξηση.
Η κρίση του 2001
Πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι το σημερινό πλαίσιο θυμίζει την σοβαρή οικονομική κρίση του 2001, όταν η σημαντική πτώση της τουρκικής λίρας προκάλεσε βαθιά ύφεση και άνοιξε τον δρόμο για την ανάδειξη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία το 2002.
Σήμερα, με ένα αδύναμο νόμισμα, εντεινόμενο πληθωρισμό και μειούμενα συναλλαγματικά αποθέματα, η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια οικονομική καταιγίδα που επιδεινώνεται από διαρθρωτικούς παράγοντες, όπως η μεγάλη εξάρτησή της από την ενέργεια.
Από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία πριν από τρία χρόνια, οι τιμές της ενέργειας έχουν εκτοξευθεί, αυξάνοντας το κόστος εισαγωγών για τη χώρα που εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από ξένες πηγές. Αυτό έχει αρνητική επίδραση στις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τις επενδύσεις, προωθώντας περαιτέρω διαμαρτυρίες κατά της κυβέρνησης.
Παρά τις προκλήσεις αυτές, η έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για την «Παγκόσμια Οικονομική Κατάσταση και τις Προοπτικές του 2025» προβλέπει ότι η τουρκική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3,1% φέτος, ξεπερνώντας τον παγκόσμιο μέσο όρο του 2,8%. Ωστόσο, η πρόσφατη πολιτική αναταραχή δεν έχει ακόμη αντικατοπτριστεί στους μακροοικονομικούς δείκτες και θα μπορούσε να αλλάξει αυτές τις αισιόδοξες εκτιμήσεις.