Σήμερα το βράδυ, ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης θα ανακοινώσει την έκθεσή του σχετικά με την ελληνική οικονομία.
Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο αν θα προχωρήσει στην αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου ή των προοπτικών της χώρας, διατηρώντας την κλίμακα αξιολόγησης ΒΒΒ αμετάβλητη, ή αν δε θα υπάρξουν αλλαγές.
Από την αρχή του 2023, τρεις οίκοι αξιολόγησης έχουν αναβαθμίσει την Ελλάδα, κυρίως όσον αφορά τις προοπτικές της. Η Scope Ratings ήταν ο πρώτος οίκος που ανέβασε την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα το 2023, «σπρώχνοντας» τη σε υψηλότερη κατηγορία μέχρι το τέλος του 2024, επικαλούμενη την προσδοκία περαιτέρω μείωσης του χρέους, υψηλότερα από τις προβλέψεις πρωτογενή πλεονάσματα και την αναζωογόνηση του τραπεζικού τομέα.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του γερμανικού οίκου, η Ελλάδα αναφέρεται ως μια μικρή αλλά ανεπτυγμένη οικονομία, η οποία κατέχει ηγετική θέση παγκοσμίως στη ναυτιλία. Άλλοι σημαντικοί τομείς περιλαμβάνουν τον τουρισμό, τη γεωργία και τη μεταποίηση. Για το 2023, οι εκτιμήσεις προβλέπουν ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,2% και μέση ανάπτυξη 1,6% την περίοδο 2026-2029.
Αν και η οικονομία ανακάμπτει σταδιακά από τη σοβαρή κρίση χρέους, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένει 40% χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Από το 2020, η οικονομική ανάπτυξη έχει επιταχυνθεί χάρη στην ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, την ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων, τα κυβερνητικά μέτρα και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης.
Οι προκλήσεις
Μια βασική αδυναμία της χώρας παραμένει το υψηλό επίπεδο χρέους, το οποίο περιορίζει την ικανότητα της κυβέρνησης να στηρίξει την οικονομία σε δύσκολες περιόδους. Οι αναλυτές σημειώνουν ότι οι πολιτικοί και σχετικοί κίνδυνοι είναι μέτριοι τα επόμενα χρόνια, αλλά υπάρχει πιθανότητα αύξησης μακροπρόθεσμα. Οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες και οι δημογραφικές προκλήσεις περιορίζουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και τα επίπεδα πλούτου.
Σχετικά με την ανεργία, οι αναλυτές αναφέρουν ότι το 2024 μειώθηκε στο 9,4%, παραμένοντας όμως υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. στο 5,9%. Τα νοικοκυριά συνεχίζουν να υποφέρουν από χαμηλούς μισθούς, περίπου 20% χαμηλότερους σε σύγκριση με πριν από 15 χρόνια, καθώς και από χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα. Αυτοί οι παράγοντες, όπως η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός μεταξύ ευάλωτων ομάδων, δημιουργούν κοινωνικές προκλήσεις. Επιπλέον, η προϋπάρχουσα κατάσταση των θέσεων εργασίας ανειδίκευτων εργαζομένων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων επηρεάζει αρνητικά την παραγωγικότητα και τη φορολογική βάση.
Ο τραπεζικός τομέας
Αναφορικά με τις τράπεζες, η Scope επισημαίνει ότι είναι πιο ευάλωτες συγκριτικά με τους ανταγωνιστές τους σε κύκλους επιτοκίων, καθώς στηρίζονται κυρίως στα καθαρά επιτοκιακά έσοδα, λόγω της εστίασης στις δανειοδοτήσεις και της μικρής διείσδυσης των μη τραπεζικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
Δεδομένης της δομής του ελληνικού τραπεζικού τομέα, ο δανεισμός επικεντρώνεται κυρίως σε επιχειρήσεις, με υψηλή έκθεση τομέων όπως η ναυτιλία και ο τουρισμός. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει μειωθεί στο 3,6% τον Δεκέμβριο του 2024, από 49% το 2017, καθώς οι τράπεζες έχουν καθαρίσει τους ισολογισμούς τους και βελτιώσει τα πρότυπα δανεισμού και παρακολούθησης.