Καθώς ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Μάικ Τζόνσον, και οι Ρεπουμπλικανοί προσπαθούσαν να περάσουν το φιλόδοξο φορολογικό τους νομοσχέδιο (το οποίο εγκρίθηκε με μόλις μία ψήφο), οι αμερικανικές ομολογίες βυθίστηκαν.
Οι αποδόσεις εκτίναξαν, η Moody’s υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, και οι αγορές έστειλαν το πιο ηχηρό μήνυμα εδώ και δεκαετίες: ως εδώ. Οι Bond Vigilantes (τιμωροί ομολόγων) επέστρεψαν.
Αυτό το φαινόμενο πρωτοπαρουσιάστηκε από τον οικονομολόγο Εντ Γιαρντένι τη δεκαετία του ’80, όταν οι αγορές ομολόγων, λειτουργώντας ως αυτόνομο σύστημα κρίσης, άρχισαν να τιμωρούν τις κυβερνήσεις για επικίνδυνες, δημοσιονομικά μη βιώσιμες πολιτικές. Δεν είναι θεσμικός οργανισμός και δεν έχουν ηγέτη. Αποτελούνται από εκατομμύρια επενδυτές που, μόλις χάσουν την εμπιστοσύνη τους, πωλούν κρατικά ομόλογα, ανεβάζουν τα επιτόκια και πιέζουν τις κυβερνήσεις.
Η περίπτωση του Κλίντον
Ένα από τα πρώτα γνωστά παραδείγματα καταγράφηκε το 1993. Ο νεοεκλεγμένος Μπιλ Κλίντον επιχείρησε να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις και να προσφέρει φοροελαφρύνσεις στη μεσαία τάξη. Ωστόσο, οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων εκτοξεύτηκαν από το 5,2% στο 8% σε μόλις ένα χρόνο. Ο Κλίντον αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχέδιό του, επιλέγοντας λιτότητα και μειώσεις δαπανών.
Ο πολιτικός του σύμβουλος Τζέιμς Κάρβιλ το είπε ξεκάθαρα: «Παλιά ήθελα να γυρίσω στη ζωή ως πρόεδρος ή Πάπας. Τώρα θέλω να είμαι η αγορά ομολόγων – μπορείς να τρομοκρατήσεις τους πάντες».
Η υποχώρηση του Τραμπ
Το 2025, η κατάσταση επαναλήφθηκε. Μετά τη διαβόητη «Ημέρα Απελευθέρωσης», που σήμανε την έναρξη εμπορικού πολέμου, οι τιμωροί ομολόγων αντέδρασαν άμεσα. Σε λίγες ώρες, τα επιτόκια στα 10ετή και 30ετή ομόλογα εκτοξεύτηκαν, οι χρηματιστηριακές αγορές κατέρρευσαν, και το δολάριο βουλιάξε. Όπως το 1993, ο Λευκός Οίκος υποχώρησε: ο Τραμπ ανακοίνωσε 90 ημέρες αναστολής δασμών και απαλλαγές για βασικά ηλεκτρονικά προϊόντα. «Παρακολουθούσα την αγορά ομολόγων. Είναι πολύ περίπλοκη, αλλά τώρα είναι όμορφη», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Όμως η πραγματικότητα έχει αλλάξει. Η Moody’s υποβάθμισε τη χώρα, καθώς το αμερικανικό χρέος φτάνει τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια (120% του ΑΕΠ), και οι πολιτικές που προωθούνται αναμένεται να προσθέσουν επιπλέον 3–4 τρισεκατομμύρια μέσα σε μία δεκαετία. Το νομοσχέδιο των Ρεπουμπλικανών, με τις νέες φοροαπαλλαγές και την κατάργηση φόρων σε φιλοδωρήματα και υπερωρίες, εκτιμάται ότι θα ενισχύσει το δημόσιο χρέος κατά 3,1 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Περισσότεροι τόκοι από την άμυνα ή την υγεία
Αυτό δεν είναι θεωρητικό πρόβλημα. Οι αυξήσεις αποδόσεων σημαίνουν ακριβότερο δανεισμό: ήδη, το επιτόκιο των 30ετών στεγαστικών δανείων έχει ξεπεράσει το 6,8%, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων μηνών. Η εξυπηρέτηση του χρέους κόστισε 684 δισεκατομμύρια δολάρια μόλις για φέτος — 16% του προϋπολογισμού. Οι ΗΠΑ πληρώνουν περισσότερα σε τόκους απ’ ότι για την άμυνα ή την υγεία, και όλα αυτά, προτού η Fed αυξήσει τα επιτόκια της.
Οι αγορές, που μέχρι πρότινος ανεκτούσαν τη ρητορική του Τραμπ, αντέδρασαν με οργή όταν διαπίστωσαν ότι εφαρμόζει σοβαρά τις ακραίες προτάσεις του οικονομικού του συμβούλου Στίβεν Μίραν: δασμοί, πίεση στους συμμάχους για να μετακυλήσουν βραχυχρόνιο χρέος σε μακροχρόνια ομόλογα, και πιθανή αναδιάρθρωση. Οι τιμωροί ομολόγων πίστεψαν ότι πλησιάζει η «τεχνική χρεοκοπία» — και αντέδρασαν μαζικά.
Το μοναδικό βάθος του φαινομένου έγκειται στο γεγονός ότι οι αγορές λειτουργούν ως ένα άτυπο, αόρατο θεσμικό αντίβαρο όταν οι πολιτικοί θεσμοί αποτυγχάνουν. Μπορείς να αγνοήσεις ένα Κογκρέσο, να χειραγωγήσεις ένα κόμμα, να εκφοβίσεις μια κεντρική τράπεζα. Όμως δεν μπορείς να αγνοήσεις την καμπύλη αποδόσεων των ομολόγων. Ούτε και μπορείς να αναγκάσεις τους διαχειριστές κεφαλαίων να χρηματοδοτήσουν τις πολιτικές σου με χαμηλά επιτόκια.
Η αξιοπιστία των αμερικανικών ομολόγων υπό απειλή
Η αμερικανική αγορά ομολόγων δεν είναι απλώς εργαλείο δανεισμού. Είναι το παγκόσμιο θεμέλιο της «ασφαλούς απόδοσης». Τα αμερικανικά ομόλογα θεωρούνται «χωρίς κίνδυνο», και πάνω σε αυτή τη βάση εδράζεται το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα: αποθεματικά τραπεζών, κεφάλαια συνταξιοδότησης, διατραπεζικές εγγυήσεις. Αν αμφισβητηθεί αυτό το αξίωμα, το δολάριο κινδυνεύει, η αποδολαριοποίηση επιταχύνεται, και οι ΗΠΑ αρχίζουν να μοιάζουν με χώρα της περιφέρειας.
Ήδη, η Κίνα και η Ιαπωνία μειώνουν σταδιακά τα αποθέματα ομολόγων τους. Η Κίνα έχει περιορίσει τις θέσεις της κατά 24% σε τρία χρόνια. Όχι γιατί θέλει να πλήξει τις ΗΠΑ, αλλά επειδή φοβάται ότι οι ΗΠΑ θα βλάψουν μόνες τους τον εαυτό τους.
Ο επικεφαλής αναλυτής της Deutsche Bank, Τζορτζ Σαραβέλος, επισημαίνει ότι το πιο ανησυχητικό δεν είναι η πτώση των τιμών των ομολόγων (και η αύξηση των αποδόσεών τους), αλλά η ταυτόχρονη μείωση του δολαρίου: «Αυτή είναι μια σιωπηλή απεργία των ξένων επενδυτών απέναντι στον αμερικανικό κίνδυνο». Ο Τραμπ το καταλαβαίνει αυτό, γι’ αυτό και σταμάτησε τις απειλές απολύσεων του Τζερόμ Πάουελ. Επίσης, έδωσε παράταση στις εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. και άλλους μεγάλους εταίρους. Όμως δεν αποκλείεται να υπάρξουν άλλες εκπλήξεις στο μέλλον.