Οι πρόσφατες εξελίξεις στην αμερικανική οικονομία αποτελούν αντικείμενο εκτενούς επιστημονικής ανάλυσης. Τρεις κύριες τάσεις που σχετίζονται άμεσα με την εμπορική πολιτική του Τραμπ αναδεικνύονται από τις τελευταίες μελέτες: (α) η αποβιομηχάνιση, (β) η αυξανόμενη εξάρτηση από εισαγωγές υψηλής τεχνολογίας, και (γ) η στροφή προς πρώτες ύλες και προϊόντα με χαμηλή προστιθέμενη αξία. Η συνοπτική παρουσίαση των κύριων συμπερασμάτων είναι η εξής:
Αποβιομηχάνιση στην Αμερική: Τα τελευταία χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υποστεί σημαντική πτώση του μεριδίου της μεταποίησης στο ΑΕΠ και στην απασχόληση. Το ποσοστό συμμετοχής της αμερικανικής βιομηχανίας στην παγκόσμια παραγωγή μειώθηκε από ~28% το 2001 σε ~17% το 2023. Εκτιμάται ότι μεταξύ 1997 και 2024, χάθηκαν περίπου 5 εκατομμύρια βιομηχανικές θέσεις εργασίας, αποτέλεσμα μιας από τις μεγαλύτερες πτώσεις της μεταποιητικής απασχόλησης στην ιστορία. Αυτή η απόπτωση αποδίδεται σε παράγοντες όπως η τεχνολογική πρόοδος, η αυτοματοποίηση, η μεταφορά παραγωγής σε χώρες με χαμηλότερο κόστος και ο έντονος διεθνής ανταγωνισμός, ιδιαίτερα μετά την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001.
Η υποχώρηση της μεταποίησης έχει οδηγήσει σε διάβρωση της βιομηχανικής βάσης. Η απώλεια παραγωγικής ικανότητας σε καίριες βιομηχανίες δημιουργεί ανησυχίες για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, ενώ οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις περιλαμβάνουν στασιμότητα και ανεργία σε περιοχές που εξαρτώνταν από τη βιομηχανία. Αυτή η κατάσταση συμβάλλει στην αύξηση των περιφερειακών και εισοδηματικών ανισοτήτων.
Η μείωση της εργασίας στο ΑΕΠ οφείλεται στη δύναμη των εργατών και στην εκτροπή των κερδών προς το κεφάλαιο. Αυτό εξηγεί εν μέρει την απήχηση των προστατευτικών πολιτικών, οι οποίες υπόσχονται αναζωογόνηση της βιομηχανίας.
Εξάρτηση από εισαγωγές υψηλής τεχνολογίας: Μια δεύτερη σημαντική τάση είναι η μετατροπή των ΗΠΑ σε καθαρό εισαγωγέα προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και βιομηχανικών ενδιάμεσων αγαθών. Οι αναλύσεις δείχνουν ότι η αμερικανική βιομηχανία έχει χάσει ανταγωνιστικότητα, καθώς η προσφορά προϊόντων προέρχεται ολοένα και περισσότερο από το εξωτερικό. Οι εισαγωγικοί πολλαπλασιαστές αυξάνονται, γεγονός που δείχνει την αποδυνάμωση των εγχώριων βιομηχανικών διασυνδέσεων.
Πολλαπλές συνέπειες
Οι συνέπειες αυτού του φαινομένου είναι ποικίλες. Η οικονομική αυτονομία και ανθεκτικότητα μειώνονται, με επισφαλείς εφοδιασμούς να επηρεάζουν βασικούς τομείς. Η αύξηση των εισαγωγών περιορίζει τα οφέλη από την ανάπτυξη κλάδων υψηλής τεχνολογίας και η χώρα καταλήγει να εξάγει λιγότερο σύνθετα προϊόντα. Αυτό έχει προκαλέσει ανησυχίες στους πολιτικούς, με την ανάγκη για στοχευμένες βιομηχανικές πολιτικές να είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Στροφή προς πρώτες ύλες και προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας: Παράλληλα, η αμερικανική οικονομία επαναπροσανατολίζεται σε τομείς με χαμηλότερη προστιθέμενη αξία, όπως η εξόρυξη πρώτων υλών. Η αύξηση της συμμετοχής του ενεργειακού τομέα στο ΑΕΠ, ειδικότερα στον τομέα του πετρελαίου, έχει οδηγήσει σε βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου. Ωστόσο, οι οικονομολόγοι προειδοποιούν για τους κινδύνους της εκβιομηχάνισης και της περαιτέρω εξάρτησης από πόρους, οι οποίοι μπορεί να περιορίσουν την οικονομική ποικιλία και κινδύνους όπως η «κατάρα των πόρων».
Συνολικά, η αμερικανική οικονομία παρουσιάζει δυσκολίες και προκλήσεις. Οι μη βιώσιμες διεργασίες έχουν προσφέρει βραχυχρόνια οφέλη, αλλά μακροχρόνια απειλούν την αναπτυξιακή δυναμική. Η αναζωογόνηση της βιομηχανικής πολιτικής και η προώθηση βιώσιμων στρατηγικών είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της χώρας.
*Ο Κωνσταντίνος Θεοδωρακόπουλος είναι Οικονομολόγος