Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να εδραιώνει ένα σταθερό περιβάλλον οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, σύμφωνα με την Τριμηνιαία Έκθεση (Μάρτιος 2025) του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ).
Κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2024, η θετική πορεία των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών δεικτών διατηρήθηκε, με βασικές δυνάμεις τις επενδύσεις, την αύξηση της παραγωγικότητας και την επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Στο σύνολο του 2024, η ελληνική οικονομία σημείωσε ρυθμό ανάπτυξης 2,3%, που είναι πάνω από διπλάσιος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ειδικότερα, το τέταρτο τρίμηνο παρουσίασε αύξηση 2,6% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Αυτή η σημαντική επιτυχία οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, οι οποίες ανήλθαν σε 3,6% (με 5,9% αύξηση στις υπηρεσίες και 1,6% στα αγαθά), καθώς και στην αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 9,0%.
Αντίθετα, η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε ελαφρά επιβράδυνση, με ρυθμό αύξησης 0,8% το τέταρτο τρίμηνο του 2024, ενώ σε ετήσια βάση για όλο το έτος παρέμεινε σε ανθεκτική πορεία με αύξηση 2,1%. Η αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη προήλθε από τη μείωση της δημόσιας κατανάλωσης κατά 3,4% και την αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 2,4%.
Η αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου στην επενδυτική βαθμίδα από τον οίκο Moody’s, μετά τις αναβαθμίσεις από τους οίκους Scope και DBRS, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη βελτίωση των χρηματοδοτικών όρων για την ελληνική οικονομία. Αυτή η εξέλιξη ενισχύει την αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς αγορές, διευκολύνοντας τη ροή επενδύσεων και δημιουργώντας ένα θετικό περιβάλλον για την οικονομική δραστηριότητα.
Παρά τις θετικές επιδόσεις, η Έκθεση τονίζει ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφάνισε επιδείνωση το 2024, γεγονός που επιβάλλει την ανάγκη στήριξης των εξαγωγικών τομέων υψηλής προστιθέμενης αξίας και περαιτέρω ενίσχυσης των μεταρρυθμίσεων. Ταυτόχρονα, η σύγκλιση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης παραμένει κεντρικός στόχος της οικονομικής πολιτικής.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η οικονομία αντιμετωπίζει αυξημένες αβεβαιότητες, λόγω των εντάσεων στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ, ΕΕ και Κίνας, καθώς και των γεωπολιτικών εντάσεων. Οι προστατευτικές πολιτικές και οι δασμοί θέτουν σε κίνδυνο το διεθνές εμπόριο, ενώ οι διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε να ενισχύσει την αμυντική αυτονομία της ΕΕ, εγκρίνοντας ένα πακέτο αμυντικών δαπανών ύψους 800 δισ. ευρώ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, με χρηματοδότηση μέρους μέσω ευρωπαϊκού δανεισμού 150 δισ. ευρώ από το εργαλείο SAFE. Παράλληλα, η ιστορική συμφωνία στη Γερμανική Βουλή για τη χαλάρωση του φρένου χρέους σηματοδοτεί μια σημαντική δημοσιονομική επέκταση 500 δισ. ευρώ, με πιθανές θετικές επιδράσεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία.
Η Έκθεση του ΓΠΚΒ αναλύει επίσης τις πιθανές επιπτώσεις της νέας δασμολογικής πολιτικής των ΗΠΑ στις ελληνικές εξαγωγές χάλυβα και αλουμινίου. Βασιζόμενη σε προηγούμενες εμπειρίες από την επιβολή δασμών 25% στον χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο το 2018, επισημαίνει ότι οι ελληνικές εξαγωγές χάλυβα και σιδήρου προς τις ΗΠΑ επηρεάστηκαν αρνητικά τότε, ενώ οι εξαγωγές αλουμινίου παρέμειναν ανεπηρέαστες. Η νέα δασμολογική πολιτική ενδέχεται επίσης να επηρεάσει και ελληνικές εξαγωγές ενδιάμεσων προϊόντων προς την ΕΕ-27, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τελικών προϊόντων που εξάγονται από την ΕΕ στις ΗΠΑ.
Τέλος, η Έκθεση αναλύει την πρόοδο του Κενού Είσπραξης Οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση, το οποίο το 2024 μειώθηκε στο 0,8%, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2000, αντανακλώντας τη βελτίωση της εισπρακτικής ικανότητας του φορολογικού μηχανισμού. Το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο οφειλών προς το Δημόσιο διαμορφώθηκε στα 106,3 δισ. ευρώ, με μείωση 7% σε ετήσια βάση. Αυτή η μείωση σχετίζεται με τη συνεχιζόμενη βελτίωση της εισπραξιμότητας, ιδιαίτερα μετά το 2015, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας το 2020.
Συνολικά, η Έκθεση του ΓΠΚΒ αποτυπώνει την διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, παρά τις διεθνείς προκλήσεις. Η ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους, σε συνδυασμό με την προσέλκυση επενδύσεων και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, παραμένει κρίσιμη προτεραιότητα για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας.