Μια ομάδα Ιταλών ερευνητών ανακάλυψε στα τείχη της Πομπηίας ίχνη που μπορεί να είναι τα πρώτα χειροπιαστά στοιχεία για τη χρήση ενός αρχαίου και προηγμένου πολεμικού όπλου: ενός πολυβόλου, που ήταν μια μορφή αυτόματου τόξου ικανή να εκτοξεύει πολλαπλά βέλη χωρίς επαναφόρτιση, παρόμοιο με τα σύγχρονα όπλα πολυβόλα.
Η εφεύρεση αυτή αποδίδεται στον Διονύσιο τον Αλεξανδρέα, έναν σημαντικό μηχανικό της αρχαίας Ελλάδας, γνωστό για το έργο του στο οπλοστάσιο της Ρόδου τον 3ο αιώνα π.Χ.
Αν και το όπλο που σχετίζεται με τον Διονύσιο δεν ήταν τυπική βαλλίστρα, βασιζόταν σε έναν μηχανισμό στρέψης που χρησιμοποιούσε στριμμένους τένοντες. Η μοναδική περιγραφή του μηχανισμού προέρχεται από τον Φίλωνα τον Βυζάντιο, ο οποίος έγραψε τη σχετική πραγματεία ανάμεσα στο 280 και το 220 π.Χ.
Ο Φίλωνας, γνωστός για τις τεχνικές του πραγματείες, περιγράφει πώς βρέθηκε ένα από αυτά τα όπλα και αναλύει λεπτομερώς τους μηχανισμούς που κινούν έναν αλυσοκίνητο μηχανισμό που εκτόξευε τα βέλη το ένα μετά το άλλο. Αυτή είναι η αρχαιότερη γνωστή χρήση ενός τέτοιου μηχανισμού.

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο Nexus Network Journal και εστιάζει σε ένα κομμάτι του βόρειου τείχους της Πομπηίας, κοντά στις πύλες του Βεζούβιου και του Ερκολάνο. Εκεί, οι ερευνητές, με επικεφαλής την Andriana Rossi από το Πανεπιστήμιο της Καμπανίας, εντόπισαν και ανέλυσαν μικρές οπές στις πέτρες.
Αυτές οι οπές είναι τετράγωνες ή διαμαντόσχημες και δεν μοιάζουν με τα μοτίβα κρούσης που προκαλούν οι συμβατικοί καταπέλτες.
Αντιθέτως, δείχνουν να έχουν προκληθεί από βέλη ή μεταλλικά βλήματα, εμφανιζόμενα σε ομάδες των τεσσάρων ή πέντε, σαν να εκτοξεύονταν σε ρίψεις, κάτι που είναι δύσκολο να επιτευχθεί με χειροκίνητα όπλα ή παραδοσιακά τόξα.

Η ακρίβεια και η συχνότητα των σημείων υποδεικνύουν τη χρήση επαναληπτικού μηχανισμού, με τους ερευνητές να πιστεύουν ότι μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ενός πολυβόλου που χρησιμοποιήθηκε κατά την πολιορκία της Πομπηίας το 89 π.Χ., όταν τα στρατεύματα του Ρωμαίου στρατηγού Σύλλα κατέλαβαν την πόλη.
Παρόλο που δεν έχουν ανακαλυφθεί άμεσα ευρήματα του όπλου, οι σημάδια στα τείχη είναι συμβατά με τις ιστορικές περιγραφές.
Για να επικυρώσουν τη θεωρία τους, η ομάδα χρησιμοποίησε τεχνικές τρισδιάστατης σάρωσης και ψηφιακές ανασκευές. Δημιουργώντας μοντέλα εικονικής πραγματικότητας, υπολόγισαν την ταχύτητα και την ένταση των κρούσεων, εκτιμώντας ότι τα βέλη που ενδέχεται να είχαν προκαλέσει τα σημάδια, έφταναν περίπου τα 109 μέτρα ανά δευτερόλεπτο, μία αρκετά εντυπωσιακή ταχύτητα για την εποχή.
Επιβεβαίωσαν επίσης ότι το βάθος και το σχήμα των οπών αντιστοιχούσαν στα μοντέλα των ρωμαϊκών βελών που φυλάσσονται σε ευρωπαϊκά μουσεία.
Γιατί να ρίχνουν βέλη σε τείχη;
Ωστόσο, γιατί ο ρωμαϊκός στρατός να εκτοξεύει βέλη στα τείχη και όχι στους υπερασπιστές τους; Οι ερευνητές προτείνουν δύο λογικές θεωρίες.

Η πρώτη θεωρία υποστηρίζει ότι οι επιτιθέμενοι δεν έβρισκαν τον στόχο τους, προσπαθώντας να πλήξουν στρατιώτες που βρίσκονταν στην κορυφή του τείχους, αλλά δεν τα κατάφερναν, πιθανόν επειδή το όπλο ήταν δύσχρηστο ή λιγότερο αποτελεσματικό από ότι αναμενόταν.
Η δεύτερη εκδοχή είναι ότι ενδέχεται να πειραματίζονταν και να ρύθμιζαν τον πολυβόλο πριν να τον χρησιμοποιήσουν εναντίον του εχθρού. Αυτή την άποψη επικύρωσε ένα επεισόδιο της διάσημης εκπομπής MythBusters το 2010, που κατασκεύασε και ρύθμισε με ακρίβεια ένα αντίγραφο του πολυβόλου βασισμένο στις περιγραφές του Φίλωνα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξή του ως ιστορικό όπλο ήταν πιθανή, παρότι υπήρξαν διαρκείς μηχανικές αστοχίες.
Η ομάδα σκοπεύει τώρα να αναλύσει περισσότερα τμήματα των τειχών της Πομπηίας και να συνεργαστεί με μουσεία για να διασταυρώσουν τα ευρήματα τους.
Οι ερευνητές ελπίζουν ότι αυτή η ανακάλυψη θα προσελκύσει το ενδιαφέρον για την Πομπηία, όχι μόνο ως πόλη «παγωμένη» στον χρόνο, αλλά και ως πεδίο μάχης, όπου η ρωμαϊκή στρατιωτική τεχνολογία άφησε το στίγμα της.