Στις 30 Απριλίου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού πραγματοποίησε αιφνίδιο έλεγχο σε επιχείρηση που παρέχει φροντιστηριακή εκπαίδευση, στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης έρευνας για πιθανές κάθετες συμπράξεις στην αγορά αυτή.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Ανεξάρτητης Αρχής, οι επιτόπιοι έλεγχοι αφορούν επιχειρήσεις που ενδέχεται να διαθέτουν στοιχεία σχετικά με αντιανταγωνιστικές πρακτικές στην υπό διερεύνηση αγορά. Ωστόσο, τονίζεται ότι η διενέργεια ενός ελέγχου δεν υποδηλώνει απαραίτητα παραβάσεις εκ μέρους της επιχείρησης, ούτε προδικάζει την έκβαση της έρευνας.
Η Επιτροπή αναφέρει ότι οι δαπάνες για φροντιστήρια αποτελούν σημαντικό μέρος των οικονομικών υποχρεώσεων των ελληνικών οικογενειών. Σύμφωνα με σχετική μελέτη, το 2023 οι δαπάνες αυτές αντιστοιχούσαν στο 16,2% των συνολικών εκπαιδευτικών δαπανών των νοικοκυριών και στο 0,7% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης. Επιπλέον, παρατηρήθηκε αύξηση των εν λόγω δαπανών κατά περίπου 35% σε σύγκριση με την τριετία 2021-2023, κάτι που υπογραμμίζει τη δυναμική του κλάδου.
Η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι ο επιτόπιος έλεγχος έχει σκοπό τη συλλογή κρίσιμων δεδομένων και δεν συνιστά απόδειξη ενοχής της επιχείρησης.
Το νομικό πλαίσιο
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ως φύλακας της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, εφαρμόζει τους κανονισμούς του ν. 3959/2011 και των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
Ειδικότερα:
- Το άρθρο 1 του ν. 3959/2011 και το άρθρο 101 ΣΛΕΕ απαγορεύουν οποιαδήποτε μορφή σύμπραξης μεταξύ επιχειρήσεων, όπως συμφωνίες, αποφάσεις συνεταιρισμών ή εναρμονισμένες πρακτικές, που έχουν ως στόχο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού.
- Το άρθρο 1Α του ν. 3959/2011 καταδικάζει μονομερείς πρακτικές, όπως προσκλήσεις σε απαγορευμένες συμπράξεις ή ανακοινώσεις προθέσεων για τιμές προϊόντων και υπηρεσιών προς τους ανταγωνιστές.
- Το άρθρο 2 του ν. 3959/2011 και το άρθρο 102 ΣΛΕΕ αναφέρονται στην καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης από επιχειρήσεις.
Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι θα προχωρά σε άμεσες παρεμβάσεις σε περιπτώσεις παραβίασης των κανόνων ανταγωνισμού. Οι διαδικασίες αυτές μπορεί να ξεκινούν μέσω καταγγελίας, αίτησης επιείκειας ή και ανώνυμης πληροφόρησης μέσω ασφαλούς περιβάλλοντος whistleblowing.
Η Αρχή τονίζει ότι σε επιχειρήσεις που διαπιστώνεται ότι προβαίνουν σε αντιανταγωνιστικές πρακτικές θα επιβάλλονται αυστηρές διοικητικές κυρώσεις.