Αβεβαιότητες για την παραγωγή νέων κατοικιών στη Ελλάδα, καθώς η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά, καταγράφονται στη μελέτη του ΙΠΕ (Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών) με τίτλο «Τάσεις, προκλήσεις και προοπτικές ανάπτυξης των Κατασκευών στην Ελλάδα – 2025».
Οι αβεβαιότητες αυτές προκύπτουν κυρίως από τις επιπτώσεις της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) που θεωρεί αντισυνταγματικά τα περιβαλλοντικά κίνητρα του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ). Αυτό έχει επηρεάσει τον προγραμματισμό των κατασκευαστών, καθώς μειώθηκαν οι επιτρεπόμενες οικοδομικές επιφάνειες. Επιπλέον, η εκκρεμότητα σχετικά με την εκτός σχεδίου δόμηση δημιουργεί κι άλλες αβεβαιότητες.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΠΕ, οι επενδύσεις σε κατοικίες και άλλα κτίρια θα επηρεαστούν από τις εξελίξεις γύρω από τον ΝΟΚ, με διαφορετικές επιπτώσεις ανάλογα με τα σενάρια που εξετάστηκαν.
Στο αισιόδοξο σενάριο, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση των οικοδομικών αδειών το πρώτο δίμηνο του 2025 (μείωση 51% στον αριθμό και 49% στην επιφάνεια), εκτιμάται ότι το 2026 η επίπτωση θα είναι -20% στην κατασκευή κατοικιών.
Αντίθετα, το απαισιόδοξο σενάριο προτείνει μεγαλύτερη μείωση των αδειών κατά 40% το 2025 (σε όρους επιφάνειας), που θα έχει ανάλογες επιπτώσεις στη δραστηριότητα κατασκευών το 2026.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το θέμα της στέγασης κατά την παρουσίαση της μελέτης, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΠΕ, Νίκος Βέττας, ανέφερε ότι το ζήτημα είναι πιο πολύπλοκο, επισημαίνοντας παράγοντες πέρα από την ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι τιμές έχουν επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα, ενώ οι ανάγκες για κατοικία έχουν διαφοροποιηθεί λόγω δημογραφικών και κοινωνικών αλλαγών. Παρά τη μείωση του πληθυσμού, τα νοικοκυριά αυξάνονται, καθώς οι οικογένειες γίνονται μικρότερες, απαιτώντας προσαρμογές στην αγορά κατοικίας. Τέλος, μια μικρή επιβράδυνση της οικονομίας που παρατηρείται παγκοσμίως μπορεί να επηρεάσει επίσης την παραγωγή κατοικιών.
Το ΙΠΕ εκτιμά ότι τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) σε συνδυασμό με τα κονδύλια του ΕΣΠΑ 2021–2027 και τις ιδιωτικές επενδύσεις (συμπεριλαμβανομένων και των επενδύσεων σε κατοικίες) θα κινητοποιήσουν πάνω από 31 δισ. ευρώ την περίοδο 2025–2026, συμπεριλαμβανομένης και της τραπεζικής χρηματοδότησης.
Η ανάπτυξη των υποδομών αναμένεται να ενισχύσει τη θέση των κατασκευών στο ΑΕΠ σε 7,6% το 2025 και 7,5% το 2026.

Σημειώνεται ότι το 2024 το ποσοστό των επενδύσεων σε κατασκευές ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 6%, ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ήταν 10,9%. Θυμίζουμε ότι το 2007 είχε φτάσει στο 16,3%. Σύμφωνα με τον κ. Βέττα, αυτό το ποσοστό αντιστοιχούσε σε 60 δισ. ευρώ, ποσό που δύσκολα θα ξαναδούμε.
Η ολοκλήρωση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης το 2026 ενδέχεται να δημιουργήσει ένα «κενό» στην κατασκευαστική δραστηριότητα. Ωστόσο, υπάρχει αποθεματικό έργων που ανέρχεται στα 10 δισ. ευρώ σε υποδομές, το οποίο θα μπορούσε να στηρίξει τη δραστηριότητα μετά το 2026.
Αυτά τα έργα θα πρέπει να συμπληρωθούν με άλλες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς τα 10 δισ. επιμερίζονται σε 2,5 δισ. ετησίως, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις το 2023 ανήλθαν σε 4,135 δισ. ευρώ και το 2024 σε 4,6 δισ. ευρώ.
Προκλήσεις για τις Κατασκευές
Σημαντικές ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό και δυσκολίες χρηματοδότησης επισημαίνονται από το ΙΠΕ. Αναμένεται ότι ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στον τομέα των κατασκευών μπορεί να φτάσει τους 236.000 τη διετία 2025-2026, αυξημένος κατά 26.000 σε σχέση με το 2024.
Η ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, της διαφάνειας και της αξιοπιστίας των έργων είναι ουσιαστικής σημασίας, και οι πιστοποιήσεις δεξιοτήτων, όπως αυτές του Ινστιτούτου ΤΕΕ-ΤΜΕΔΕ, παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Επενδύσεις σε Πάγια από Τεχνικές Εταιρείες
Η βελτίωση της κερδοφορίας και η αύξηση της δραστηριότητας οδήγησαν σε αύξηση των επενδύσεων εκσυγχρονισμού του κλάδου. Από το 2009 έως το 2020, οι επενδύσεις δεν κάλυπταν την ανάλωση κεφαλαίου, υποδεικνύοντας αποεπένδυση. Αλλά από το 2021 και μετά, καλύπτουν την ανάλωση, ενισχύοντας τις παραγωγικές δυνατότητες.
Ωστόσο, η έλλειψη επενδύσεων επηρεάζει την παραγωγικότητα. Στην Ελλάδα, η παραγωγικότητα καταγράφει μείωση από το 2010 έως το 2024, είναι κατά 44% χαμηλότερη από τη μέση παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και 56% χαμηλότερη από την αντίστοιχη στην ΕΕ-27. Αυτό επηρεάζει και τις αμοιβές εργασίας, οι οποίες παραμένουν χαμηλές συγκριτικά με την ΕΕ-27.
Ένας δεύτερος λόγος για τη χαμηλή παραγωγικότητα είναι ότι η πλειονότητα των έργων είναι μικρά, κάτι που δεν επιτρέπει οικονομίες κλίμακας.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με τη στήριξη του ΤΜΕΔΕ και η ερευνητική ομάδα περιλάμβανε τον Γιώργο Μανιάτη, τον Αντώνη Μαυρόπουλο και τη Φωτεινή Στρουμπάκου, υπό τον συντονισμό του Νίκου Βέττα.
Ο πρόεδρος του ΤΜΕΔΕ, Κωνσταντίνος Μακέδος, υπογράμμισε τη σημασία της αναπτυξιακής δυναμικής του τεχνικού κλάδου και τις κρίσιμες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως η πρόσβαση στη χρηματοδότηση και η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού. Πρέπει να υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός για την εξασφάλιση της θετικής πορείας του κλάδου.
Γεωπολιτικές Εξελίξεις
Ο κ. Βέττας, απαντώντας σε ερωτήσεις για γεωπολιτικές εξελίξεις, τόνισε ότι είναι νωρίς να κρίνουμε, όμως αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει αισθητή επίδραση στην ελληνική οικονομία.