Η φράση «πάμε καλά έξω» που ακούγαμε συχνά τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να έχει ξεθωριάσει το τελευταίο διάστημα.
Στη Λιβύη, ο στρατάρχης Χαφτάρ – στον οποίο είχαμε επενδύσει διπλωματικά τα προηγούμενα χρόνια – κάνει πολιτική στροφή και προσχωρεί στον Ταγίπ Ερντογάν, διαψεύδοντας τις προσδοκίες ότι η ελληνική στήριξη θα αποφέρει στρατηγικά οφέλη.
Ταυτόχρονα, είδαμε την Αίγυπτο, τον σημαντικότερο σύμμαχό μας στην Ανατολική Μεσόγειο, να στέλνει μήνυμα μέσω μιας δικαστικής απόφασης για τη Μονή Σινά, που έφερε τις διμερείς σχέσεις σε αμήχανη φάση. Υπάρχει διάθεση για λύση και η διαπραγμάτευση συνεχίζεται, αλλά η κατάσταση αποδεικνύει ότι η γεωπολιτική πραγματικότητα δεν επιτρέπει αυταπάτες.
Σε αυτό το ασαφές γεωπολιτικό τοπίο, τα μόνα θετικά αποτελέσματα που μπορούμε να παρουσιάσουμε σχετίζονται με την οικονομία. Η Ελλάδα ξεχωρίζει εντός της Ευρωζώνης για τις αναπτυξιακές και δημοσιονομικές επιδόσεις της. Ωστόσο, και αυτό το αφήγημα αρχίζει να δείχνει σημάδια εξάντλησης. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένει χαμηλό, ενώ η ακρίβεια εξανεμίζει τα εισοδήματα. Τα διαρθρωτικά προβλήματα επιμένουν.
Όπως επισημαίνει και ο οίκος S&P Global στο πρόσφατο webinar του, οι εξωτερικές ευπάθειες είναι κρίσιμες: το υψηλό βραχυπρόθεσμο εξωτερικό χρέος και τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελούν ρίσκα που πρέπει να αντιμετωπιστούν για να επιτευχθεί νέα αναβάθμιση. Η Κύπρος έχει προχωρήσει περισσότερο στην απομόχλευση, αλλά και οι δύο οικονομίες παραμένουν εκτεθειμένες σε ευρωζωνικές αναταράξεις.
Επίσης, δεν έχουν γίνει σημαντικά βήματα στα διαρθρωτικά ζητήματα: η ανταγωνιστικότητα και οι σοβαρές καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης συνεχίζουν να υπονομεύουν επενδύσεις και αναπτυξιακή δυναμική.
Καθώς τα γεωπολιτικά στηρίγματα αποδυναμώνονται και οι θεσμικές αδυναμίες παραμένουν, το αφήγημα του ελληνικού success story θα ακούγεται σαν ψίθυρος σε έναν θορυβώδη κόσμο. Η σταθερότητα δεν είναι δεδομένη, και η επόμενη πρόκληση είναι μπροστά μας.