Ένοχος δήλωσε ο Σύρος που κατηγορείται για την τζιχαντιστική επίθεση με μαχαίρι στο Ζόλινγκεν της Γερμανίας τον Αύγουστο του 2024.
Η επίθεση αυτή, που προκάλεσε σοκ στη γερμανική κοινωνία, σημειώθηκε στην πόλη Ζόλινγκεν, στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, με αποτέλεσμα τρεις άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους και αρκετοί άλλοι να τραυματιστούν.
Ο Ίσα αλ Χάσαν, μέσω του δικηγόρου του, παραδέχθηκε στην αρχή της δίκης ότι «διέπραξα ένα σοβαρό έγκλημα». «Τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν από τα χέρια μου και τραυμάτισα σοβαρά πολλούς άλλους», δήλωσε, προσθέτοντας ότι του αξίζει «ποινή ισόβιας κάθειρξης».
Το γερμανικό ομοσπονδιακό εισαγγελικό γραφείο έχει απαγγείλει εναντίον του αλ Χάσαν, ο οποίος ήταν 26 ετών κατά την επίθεση, κατηγορίες για τρεις ανθρωποκτονίες, δέκα απόπειρες ανθρωποκτονίας και συμμετοχή σε ξένη τρομοκρατική οργάνωση.
Σύμφωνα με την κατηγορία, ο αλ Χάσαν «υποστήριζε την ιδεολογία» του Ισλαμικού Κράτους και αποφάσισε να προχωρήσει στην επίθεση για αυτό το λόγο.
Ήθελε να πλήξει «εκπροσώπους της δυτικής κοινωνίας, την οποία απορρίπτει» και «να εκδικηθεί τις στρατιωτικές ενέργειες δυτικών κρατών», σύμφωνα με την ομοσπονδιακή εισαγγελία.
Προτού διαπράξει την επίθεση, είχε επικοινωνήσει με μέλος του ΙΚ, που τον «ενθάρρυνε» και του «εγγυήθηκε ότι το Ισλαμικό Κράτος θα αναλάμβανε την ευθύνη για το έγκλημα».
Ακολούθως, ο κατηγορούμενος ορκίστηκε πίστη στη τζιχαντιστική οργάνωση, σε μια ενέργεια που κατέγραψε σε βίντεο και έστειλε στον συνομιλητή του πριν την επίθεση.
Ο αλ Χάσαν επιτέθηκε σε θεατές μιας συναυλίας, κυρίως «στον λαιμό και ψηλά στον κορμό τους», εστιάζοντας «από πίσω» τους.
Μετά την επίθεση, διέφυγε αλλά την επόμενη μέρα παραδόθηκε στις αρχές. Στην ίδια ημέρα, το ISIS ανέλαβε την ευθύνη.
Εν τω μεταξύ, στη Γερμανία έχουν καταγραφεί πολλές φονικές επιθέσεις με μαχαίρι και ενέργειες τζιχαντιστών, καθώς και βίαιες πράξεις από ακροδεξιές ομάδες, αναδεικνύοντας εκ νέου το ζήτημα της ασφάλειας.
Οι επιθέσεις αυτές, πολλές εκ των οποίων έχουν διαπραχθεί από αλλοδαπούς, επαναφέρουν τη συζήτηση για τη μετανάστευση στο κέντρο των πολιτικών συζητήσεων, επηρεάζοντας και την προεκλογική εκστρατεία πριν από τις εκλογές του Φεβρουαρίου.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, AFP