Στις 13 Ιουνίου 1971, οι New York Times ξεκινούν τη δημοσίευση των μυστικών Pentagon Papers. Πίσω από τη διαρροή κρύβεται ο πρώην πεζοναύτης Ντάνιελ Έλσμπεργκ, ο οποίος μεταμορφώνει οριστικά την ιστορία της ελευθερίας του Τύπου, του πολέμου στο Βιετνάμ και της αμερικανικής δημοκρατίας.
Η Κυριακή που αποκαλύπτεται η αλήθεια
Νέα Υόρκη, Κυριακή 13 Ιουνίου 1971. Το πιεστήριο των New York Times δουλεύει εντατικά, καθώς αποκαλύπτεται η πιο σημαντική δημοσίευση στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία.
Στην πρώτη σελίδα παρουσιάζεται κάτι περισσότερο από απλές αποκαλύψεις: είναι ένα ρήγμα στην καρδιά της αμερικανικής εξουσίας. Ο τίτλος έχει βάρος: «Vietnam Archive: Pentagon Study Traces 3 Decades of Growing U.S. Involvement».
Το επαναστατικό ντοκουμέντο, γνωστό ως Pentagon Papers — περιλαμβάνει 700.000 λέξεις, 47 τόμους και 7.000 σελίδες που αποκαλύπτουν σκευωρίες δεκαετιών.
Ο Λευκός Οίκος αιφνιδιάζεται. Ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον είναι οργισμένος. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζον Μίτσελ στέλνει εντολή στην εφημερίδα να σταματήσει άμεσα τη δημοσίευση, αλλά οι Times αρνούνται.
Η κατάσταση μυρίζει αντεπίθεση – κι ένα εφιάλτη για την εκτελεστική εξουσία μόλις αρχίζει.
Ένας πρώην πεζοναύτης με καθαρή συνείδηση
Κάπου πίσω από τις σκηνές, ένας άντρας με νευρικά χέρια και μια φλόγα συνείδησης κοιτάζει το χαρτί που μόλις αγόρασε. Το όνομά του είναι Ντάνιελ Έλσμπεργκ.
Πρώην αναλυτής στη RAND Corporation, πρώην πεζοναύτης και στρατιωτικός σύμβουλος στο Πεντάγωνο. Κυρίως, όμως, πρώην σιωπηλός. Σήμερα, γίνεται κάτι πολύ σημαντικό: ο άνθρωπος που φωτίζει την πιο σκοτεινή ιστορία του αμερικανικού αιώνα — τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Από το 1969, ξεκινά να φωτοτυπά έγγραφα. Στο κρυφό, σε διάφορα γραφεία και γκαράζ, με τη βοήθεια του φίλου του Άντονι Ρούσο. Φυλάγει τα αντίγραφα σαν να είναι βόμβες. Γιατί όντως είναι βόμβες. Όχι από εκρηκτικά, αλλά από αλήθειες. Πρώτα προσπαθεί να τα παραδώσει σε γερουσιαστές, έπειτα τα παρέχει στον Νιλ Σίχαν της Times. Και την Κυριακή 13 Ιουνίου, ο χρόνος σταματά.
Το Ανώτατο Δικαστήριο καταδικάζει τη λογοκρισία
Η κυβέρνηση του Νίξον αντιδρά όπως θα έκανε σε μια εποχή τρόμου: με απειλές, δικαστικές αγωγές και εντολές παύσης δημοσίευσης. Είναι η πρώτη φορά μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο που οι ΗΠΑ προσπαθούν να λογοκρίνουν εφημερίδα. Ο Νίξον επικαλείται την εθνική ασφάλεια, ενώ οι δημοσιογράφοι υπερασπίζονται το δικαίωμα της κοινής γνώμης να ενημερώνεται.
Ο Έλσμπεργκ κρύβεται για 13 ημέρες, διανέμει και άλλες копίες και στις 30 Ιουνίου το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει: η ελευθερία του Τύπου είναι υπεράνω της λογοκρισίας. Η κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να εμποδίζει τη δημοσίευση.
Ο Έλσμπεργκ παραδίδεται και αναλαμβάνει την ευθύνη γνωρίζοντας την ποινή των 115 χρόνων φυλάκισης. Ωστόσο, η δίκη του αποτυγχάνει. Ο Λευκός Οίκος έχει ήδη αναμιχθεί σε παρακολουθήσεις και παράνομες ενέργειες. Οι αποκαλύψεις αυτές οδηγούν τον δικαστή Μπερν να απορρίψει όλες τις κατηγορίες. Το αμερικανικό κράτος υπέστη σοβαρό αυτοτραυματισμό.
Από το Βιετνάμ στο Watergate
Η υπόθεση των Pentagon Papers δεν πλήττει μόνο τους Κένεντι και Τζόνσον. Διαβρώνει και την προεδρία του Νίξον, όχι λόγω των εγγράφων, αλλά λόγω της αντίδρασής του. Η δημιουργία της ομάδας “Plumbers” και οι επιθέσεις κατά του Έλσμπεργκ είναι όλες προδρομικά στοιχεία του Watergate.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Νίξον παραιτείται. Η αλυσίδα ξεκινά από τις φωτοτυπίες του Έλσμπεργκ και καταλήγει στο Οβάλ Γραφείο. Ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ ισχυρίζεται αργότερα: «Ο Έλσμπεργκ είναι η αρχή μιας ιστορικής πορείας: από το Βιετνάμ στο Watergate».
Κληρονομιά: Το τίμημα της διαφάνειας
Τα Pentagon Papers καταρρίπτουν τη μυθολογία του «αλάθητου προέδρου». Μετά τον Έλσμπεργκ, ξεκινούν οι περιπτώσεις Σνόουντεν, Μάνινγκ και WikiLeaks.
Καθένας περνά από τη σκιά της 13ης Ιουνίου. Η υπόθεση θέτει νομικά προηγούμενα και αναρωτήσεις που παραμένουν επίκαιρες:
- Ποια είναι τα όρια της εθνικής ασφάλειας;
- Πότε η αλήθεια υπερτερεί του νόμου;
- Ποιος πληρώνει το τίμημα για την αποκάλυψη;
Το 2023, ο Έλσμπεργκ φεύγει από τη ζωή. Σε μία από τις τελευταίες του δηλώσεις, δηλώνει: «Το μεγαλύτερο ψέμα είναι ότι δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτα».
Και παρ’ όλα αυτά: με 7.000 σελίδες και ένα φωτοτυπικό, άλλαξε τα πάντα.